- τυφώδης
- τυφώδηςdeliriousmasc/fem acc pl (attic epic doric)τυφώδηςdeliriousmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)τυφώδηςdeliriousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφώδης — ες / τυφώδης, ῶδες, ΝΑ [τῡφος] 1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής 2. αλαζονικός, υπεροπτικός νεοελλ. φρ. «τυφώδης κατάσταση» ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ εξοχήν ο… … Dictionary of Greek
τυφώδει — τυφώδης delirious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τυφώδης delirious masc/fem/neut dat sg τυφώδεϊ , τυφώδης delirious dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφώδη — τυφώδης delirious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τυφώδης delirious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τυφώδης delirious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφώδεις — τυφώδης delirious masc/fem acc pl τυφώδης delirious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφωδῶν — τυφώδης delirious masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφώδεες — τυφώδης delirious masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφώδους — τυφώδης delirious masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφοειδής — ές, Ν 1. τυφώδης 2. φρ. α) «τυφοειδής πυρετός» (i) ιατρ. λοιμώδης νόσος προκαλούμενη από το μικρόβιο Salmonella typhi, αλλ. κοιλιακός τύφος ii) (κτην.) οξεία μεταδοτική νόσος τών ιπποειδών β) «τυφοειδείς λοιμώξεις» (κτην.) παλαιότερη γενική… … Dictionary of Greek